- εκβρασμός
- οτο έκβρασμα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκβρασμός — ἐκβρασμός, ο (Α) 1. το έκβρασμα 2. κλονισμός, σάλος … Dictionary of Greek
ἐκβρασμός — trembling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβρασμούς — ἐκβρασμός trembling masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβρασμόν — ἐκβρασμός trembling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)